- ἀνοψία
- ἀνοψίᾱ , ἀνοψίαwant of fishfem nom/voc/acc dualἀνοψίᾱ , ἀνοψίαwant of fishfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ανοψία — (I) ἀνοψία, η (Α) [όψον] έλλειψη ψαριών για προσφάγι. (II) η (Α ιων. ἀνοψίη) η ανικανότητα όρασης, τυφλότητα … Dictionary of Greek
ἀνοψίαν — ἀνοψίᾱν , ἀνοψία want of fish fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνοψίην — ἀνοψία want of fish fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ημιανοψία — Η απώλεια του μισού οπτικού πεδίου στον ένα (ετερόπλευρη) ή και στους δύο (αμφοτερόπλευρη) οφθαλμούς. Διακρίνεται σε ετερώνυμη, οπότεχάνονται είτε τα εξωτερικά (κροταφικά) είτε τα εσωτερικά (ρινικά) μισά του πεδίου της όρασης, και σε ομώνυμη,… … Dictionary of Greek
νέκρωση — Ο θάνατος ενός τμήματος του οργανισμού που μπορεί να αφορά ένα μόνο κύτταρο ή έναν ιστό ή ένα ολόκληρο όργανο. Διακρίνονται: η απλή ν., με εξαφάνιση του πυρήνα και σχετική διατήρηση των άλλων συστατικών του κύτταρου, η ν. με πήξη, εξαιτίας πήξης… … Dictionary of Greek